Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρομετρικά < μικρομετρικός

  Επίρρημα επεξεργασία

μικρομετρικά

  1. χρησιμοποιώντας μικρόμετρο
  2. σε κλίμακα μικρομέτρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία