μιζανπλί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιζανπλί < λόγιο δάνειο από τη γαλλική mise en plis. Συγκρίνετε με το μιζαμπλί.
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιζανπλί θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική) άλλη μορφή του μιζαμπλί
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιζανπλί
|
Πηγές επεξεργασία
- μιζνπλί, μιζαμπλί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)