Ετυμολογία

επεξεργασία
μιζανπλί < λόγιο δάνειο από τη γαλλική mise en plis. Συγκρίνετε με το μιζαμπλί.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιζανπλί θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία