Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιζανπλί < λόγιο δάνειο από τη γαλλική mise en plis. Συγκρίνετε με το μιζαμπλί.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιζανπλί θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία