μιζαμπλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μιζαμπλί < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική mise en plis (θηλυκό), [1] κυριολεκτικά, «διευθετημένη σε πτυχές».[2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.zamˈpli/ κατά τη γαλλική προφορά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μιζαμπλί θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική) η διαμόρφωση κόμμωσης με μη μόνιμες μπούκλες, με τη χρήση μπιγκουντί ή άλλων τεχνικών
— Μετά την κουπ, θέλετε και μιζαμπλί, ή απλό στέγνωμα; — Όχι, δε θέλω χτένισμα, ευχαριστώ.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μιζαμπλί
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μιζαμπλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μιζανπλί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μιζανπλί, μιζαμπλί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)