Δείτε επίσης: μηχανῶμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηχανώμαι: νεοελληνική χρήση για την αρχαία ελληνική μηχανῶμαι (μηχανάομαι, μεσοπαθητική φωνή του μηχανάω / μηχανῶ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.xaˈno.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐χα‐νώ‐μαι

μηχανώμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία