μηχανώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηχανώμαι: νεοελληνική χρήση για την αρχαία ελληνική μηχανῶμαι (μηχανάομαι, μεσοπαθητική φωνή του μηχανάω / μηχανῶ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.xaˈno.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νώ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαμηχανώμαι
- (παρωχημένο) μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, επινοώ με τέχνη ή πανουργία (συνήθως κακόσημο)
- → χρειάζεται παράθεμα για νεοελληνική χρήση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανώμαι
→ δείτε τη λέξη μηχανεύομαι |
Πηγές
επεξεργασία- μηχανώμαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)