μητροπάρθενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μητροπάρθενος < ελληνιστική κοινή μητροπάρθενος[1] [2] < αρχαία ελληνική μήτηρ + παρθένος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μητροπάρθενος θηλυκό
- (θρησκεία) προσφώνηση της Παναγίας (που θεωρούνταν συγχρόνως μητέρα και παρθένος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μητροπάρθενος
|
- ↑ μητροπάρθενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μητροπάρθενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.