Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηδένισις < μηδενί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηδένισις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία