Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετρίως. Συγχρονικά αναλύεται σε μέτρι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

μετρίως

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρίως < μέτρι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

μετρίως, συγκριτικός: μετριώτερον/μετριωτέρως, υπερθετικός:  μετριώτατα

  Πηγές επεξεργασία