μετρίως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετρίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετρίως. Συγχρονικά αναλύεται σε μέτρι(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
μετρίως
Πηγές επεξεργασία
- μέτριος & μετρίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μετρίως, συγκριτικός : μετριώτερον/μετριωτέρως, υπερθετικός : μετριώτατα
- με το σωστό μέτρο, μέτρια, μετριοπαθώς
Πηγές επεξεργασία
- μετρίως, μέτριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.