Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μετενσάρκωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μετενσαρκώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μετενσαρκώνω