Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετενσάρκωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μετενσάρκωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μετενσαρκώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μετενσαρκώνω