μεταρρυθμιστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταρρυθμιστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεταρρυθμιστικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μεταρρυθμιστικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
μεταρρυθμιστικώς
Πηγές επεξεργασία
- μεταρρυθμιστικός (& μεταρρυθμιστικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)