Ετυμολογία

επεξεργασία
μετανάστευσις < (ελληνιστική κοινή) μεταναστεύ(ω) (< αρχαία ελληνική μετανάστης) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετανάστευσις θηλυκό

  • η μετοίκηση
    ※  12ος αιώνας Ιωάννης Ζωναράς Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, βιβλίο 2ο @archive / @bg
    ἐκ δὲ τῆς ἐξ Αἰγύπτου τῶν Ἑβραίων μεταναστεύσεως μετὰ ἑξήκοντα δύο ἔτη καὶ χίλια καὶ μήνας ἐξ καὶ ἡμέρας δέκα

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία