μετανάστευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετανάστευσις < (ελληνιστική κοινή) μεταναστεύ(ω) (< αρχαία ελληνική μετανάστης) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετανάστευσις θηλυκό
- η μετοίκηση
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Ζωναράς Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, βιβλίο 2ο @archive / @bg
- ἐκ δὲ τῆς ἐξ Αἰγύπτου τῶν Ἑβραίων μεταναστεύσεως μετὰ ἑξήκοντα δύο ἔτη καὶ χίλια καὶ μήνας ἐξ καὶ ἡμέρας δέκα
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Ζωναράς Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, βιβλίο 2ο @archive / @bg
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μεταναστεύσεως (γενική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (αρχαία ελληνικά) ναίω για το θέμα νασ-
Πηγές
επεξεργασία- μετανάστευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μετανάστης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.