Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλάω < λείπει η ετυμολογία


μεταλλάω

  • ερευνώ, ψάχνω, αναζητώ προσεκτικά
    ἀλλ' ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι (Ομήρου Οδύσσεια 14 (ξ), στ. 378)