(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταδιεγείρω < μετα- + διεγείρω, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transduce

μεταδιεγείρω

  • (ιατρική) μετατρέπω εξωτερικό ερέθισμα σε νευρική αναμεταδόσιμη πληροφορία
  • (πληροφορική, ρομποτική μεταδίδω σε επεξεργαστή δεδομένο κάποιου αισθητήρα και προκαλώ συμπεριφορική αλλαγή/συμπεριφορική αντίδραση σε ρομπότ ή συσκευή