Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοξετρουμισμένος < μεσο- (μισός) + ξετρουμισμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξετρουμίζω

  Μετοχή επεξεργασία

μεσοξετρουμισμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)

  Πηγές επεξεργασία