Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοξετρουμισμένος < μεσο- (μισός) + ξετρουμισμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξετρουμίζω

μεσοξετρουμισμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)