Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσίτευσις, ήδη το 1791 σε κείμενα του Ευγένιου Βούλγαρη [1] < μεσιτεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσίτευσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 639, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου