Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μερολήπτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μεροληπτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μεροληπτώ