Ετυμολογία

επεξεργασία
μερίνο < (λόγιο δάνειο) ισπανική merino → και δείτε τη λέξη μερινός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρί‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερίνο ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία