Ετυμολογία

επεξεργασία
μερίνο < (λόγιο δάνειο) ισπανική merino  και δείτε τη λέξη μερινός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερίνο ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία