μερίκευσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερίκευσις, ήδη στην αρχή του 19ου αιώνα σε κείμενα του Βενιαμίν Λέσβιου [1] < μερικεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερίκευσις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η μερίκευση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 638, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου