Δείτε επίσης: μελαγχολικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελαγχολικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελαγχολικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μελαγχολικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

μελαγχολικώς

  Πηγές επεξεργασία