Ετυμολογία

επεξεργασία
μαχανιάζω < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική mahaignier

μαχανιάζω (ο τύπος στη μέση φωνή μαχανιάζομαι σε χρήση και σήμερα στην Κύπρο)

  • τραυματίζω, ακρωτηριάζω
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    θεωρῶντα πῶς ἐπάνταν ὁ πόλεμος, καὶ οἱ Γενουβίσοι ἀλλάσσουνταν, μαχανιασμένοι, ἀποσταμένοι, καὶ οἱ Συριάνοι ἀποστάθησαν καὶ δὲν εἶχαν ἀποὺ τινὰν βοήθειαν, καὶ ἐκρεμμίσαν οἱ δέκα εἰς τὸ χαντάκιν καὶ ἐτζακίσαν τὰ ποδία τους καὶ ἐμεῖναν ἐκεῖ χαμαί·

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία