Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ματαιόκομπος τὸ ματαιόκομπον οἱ, αἱ ματαιόκομποι τὰ ματαιόκομπα
Γενική τοῦ, τῆς ματαιοκόμπου τοῦ ματαιοκόμπου τῶν ματαιοκόμπων τῶν ματαιοκόμπων
Δοτική τῷ, τῇ ματαιοκόμπῳ τῷ ματαιοκόμπῳ τοῖς, ταῖς ματαιοκόμποις τοῖς ματαιοκόμποις
Αιτιατική τὸν, τὴν ματαιόκομπον τὸ ματαιόκομπον τοὺς, τὰς ματαιοκόμπους τὰ ματαιόκομπα
Κλητική ματαιόκομπε ματαιόκομπον ματαιόκομποι ματαιόκομπα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ματαιοκόμπω
Γενική-Δοτική ματαιοκόμποιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματαιόκομπος < μάταιος + -ο- + κόμπος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματαιόκομπος αρσενικό