Ετυμολογία

επεξεργασία
ματαιολογώ < ελληνιστική ματαιολογῶ < ματαιολόγος < μάταιος + λέγω

ματαιολογώ,ος,ο

  • λέω ανοησίες, κούφια λόγια, λέω πράγματα που δεν έχουν ουσία, φλυαρώ


  Μεταφράσεις

επεξεργασία