μασῶμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μασῶμαι < αρχαία ελληνική μασάομαι-μασῶμαι
Ρήμα επεξεργασία
μασῶμαι
- το μασώμαι (και μασιέμαι) στην καθαρεύουσα αλλά και γενικά στο πολυτονικό σύστημα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μασῶμαι
- συνηρημένη μορφή του μασάομαι
→ δείτε τη λέξη μασάομαι