Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασώμαι < μεσαιωνική ελληνική μασῶ, αρχαία ελληνική μασάομαι-μασῶμαι

  Ρήμα επεξεργασία

μασώμαι και μασιέμαι (λαϊκότροπο)

  1. παθητική φωνή του μασάω-μασώ για σχετικά λόγιες εκφράσεις
    Το χάπι σας κυρία μου σας φάνηκε πικρό διότι δεν είναι σχεδιασμένο να μασάται -πρέπει να το καταπίνετε ως έχει και να το αφήνετε να διαλύεται εν ευθέτω χρόνω στο στομάχι σας
    Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι μασώντες οδοντιατρική τσίχλα, μείωσαν τη συσσώρευση της οδοντικής πλάκα

→ δείτε τη λέξη μασώ