Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαροκέν < (άμεσο δάνειο) γαλλική maroquin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαροκέν ουδέτερο άκλιτο

  • ύφασμα ή ειδικό χαρτί που μοιάζει με το μαροκινό δέρμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία