μαγειρικό λίπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγειρικό λίπος < → δείτε τις λέξεις μαγειρικός και λίπος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μαγειρικό λίπος ουδέτερο
- λίπος που χρησιμοποιείται στο φαγητό κατά τη διαδικασία του μαγειρέματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγειρικό λίπος
|