Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάστερ πλαν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική master plan (κύριο σχέδιο)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μάστερ πλαν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία