λῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λῖς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλῖς αρσενικό
- επικός τύπος του λέων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 480 (480-481)
- ἐπί τε λῖν ἤγαγε δαίμων | σίντην· θῶες μέν τε διέτρεσαν, αὐτὰρ ὁ δάπτει·
- αλλά η μοίρα κακοποιό τούς στέρνει εκεί λιοντάρι | και απ᾽ τον τρόμον τ᾽ αγριόσκυλα σκορπίζονται και αυτό το κατατρώγει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐπί τε λῖν ἤγαγε δαίμων | σίντην· θῶες μέν τε διέτρεσαν, αὐτὰρ ὁ δάπτει·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 172 (172-173)
- ἤδη γάρ σφιν ἔκειτο μέγας λῖς, ἀμφὶ δὲ κάπροι | δοιοί, ἀπουράμενοι ψυχάς·
- Κιόλας ένα λιοντάρι μέγα κείτονταν και γύρω του δυο κάπροι, | έχοντας χάσει τις ζωές τους.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἤδη γάρ σφιν ἔκειτο μέγας λῖς, ἀμφὶ δὲ κάπροι | δοιοί, ἀπουράμενοι ψυχάς·
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.179, @scaife.perseus
- αἶψα δʼ ἐπιστρεφθεὶς μεγαλήνωρ ἠΰκομος λῖς
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.80, @scaife.perseus
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- εκεί σε σπηλιές λιοντάρι με βροντερή φωνή και ωραίο τρίχωμα
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 480 (480-481)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λῖς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.