λυτρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλυτρώνομαι, π.αόρ.: λυτρώθηκα, μτχ.π.π.: λυτρωμένος, (ενεργ.: λυτρώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος λυτρώνω → δείτε και την κλίση
λυτρώνομαι, π.αόρ.: λυτρώθηκα, μτχ.π.π.: λυτρωμένος, (ενεργ.: λυτρώνω)