Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λοξοκοίταξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λοξοκοίταξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λοξοκοιτάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λοξοκοιτάζω