λογ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογ < λογάριθμος
Συντομομορφή
επεξεργασίαλογ αρσενικό άκλιτο συντομογραφία
- (μαθηματικά) συντομογραφία του λογάριθμου, συναντάται συνήθως σε παλιά ελληνική βιβλιογραφία αντί της διεθνούς συντομογραφίας log
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογ
|