λιόκρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιόκρο < λιόκουρο με αποβολή του άτονου [o] < λιόκρουγμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιό‐κρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιόκρο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, προφορά, όπως στην Ήπειρο) ιδιωματική προφορά του λιόκουρο: η χρυσή, ο ίκτερος
- ※ Σκεφτείτε μια κοινωνία που να θέλει χαρτορίχτρες, φλυτζανούδες, βλάχους [ορθοπεδικούς] τι να σας πω. Είχαν ειδικότητες. Η μια ήταν ξεματιάστρα. Η άλλη έλυνε τα μάγια, η άλλη έκοβε το λιόκρο, [ τη χρυσή.] Και πολλές έκαναν αλοιφές για όλα. (Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, Λάμπρο Μίχος, ο φούρναρης και πρακτικός γιατρός της Παραμυθιάς, 2015 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιόκρο
|