Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθόστρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λιθόστρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λιθοστρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λιθοστρώνω