λιθολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθολογώ < (ελληνιστική κοινή) λιθολογέω / λιθολογῶ < αρχαία ελληνική λίθος + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίαλιθολογώ
- (αρχιτεκτονική) κτίζω με μη κατεργασμένους λίθους
Συγγενικά
επεξεργασία- λιθολόγημα
- → δείτε τις λέξεις λίθος και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιθολογώ | λιθολογούσα | θα λιθολογώ | να λιθολογώ | λιθολογώντας | |
β' ενικ. | λιθολογείς | λιθολογούσες | θα λιθολογείς | να λιθολογείς | (λιθολόγει) | |
γ' ενικ. | λιθολογεί | λιθολογούσε | θα λιθολογεί | να λιθολογεί | ||
α' πληθ. | λιθολογούμε | λιθολογούσαμε | θα λιθολογούμε | να λιθολογούμε | ||
β' πληθ. | λιθολογείτε | λιθολογούσατε | θα λιθολογείτε | να λιθολογείτε | λιθολογείτε | |
γ' πληθ. | λιθολογούν(ε) | λιθολογούσαν(ε) | θα λιθολογούν(ε) | να λιθολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιθολόγησα | θα λιθολογήσω | να λιθολογήσω | λιθολογήσει | ||
β' ενικ. | λιθολόγησες | θα λιθολογήσεις | να λιθολογήσεις | λιθολόγησε | ||
γ' ενικ. | λιθολόγησε | θα λιθολογήσει | να λιθολογήσει | |||
α' πληθ. | λιθολογήσαμε | θα λιθολογήσουμε | να λιθολογήσουμε | |||
β' πληθ. | λιθολογήσατε | θα λιθολογήσετε | να λιθολογήσετε | λιθολογήστε | ||
γ' πληθ. | λιθολόγησαν λιθολογήσαν(ε) |
θα λιθολογήσουν(ε) | να λιθολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιθολογήσει | είχα λιθολογήσει | θα έχω λιθολογήσει | να έχω λιθολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιθολογήσει | είχες λιθολογήσει | θα έχεις λιθολογήσει | να έχεις λιθολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιθολογήσει | είχε λιθολογήσει | θα έχει λιθολογήσει | να έχει λιθολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιθολογήσει | είχαμε λιθολογήσει | θα έχουμε λιθολογήσει | να έχουμε λιθολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιθολογήσει | είχατε λιθολογήσει | θα έχετε λιθολογήσει | να έχετε λιθολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιθολογήσει | είχαν λιθολογήσει | θα έχουν λιθολογήσει | να έχουν λιθολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιθολογώ
|