λιανικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιανικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λιανικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε λιανικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
λιανικώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιανικώς
→ δείτε τη λέξη λιανικά |
Πηγές επεξεργασία
- λιανικός (λιανικά και λιανικώς) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιανικός (λιανικά και -ώς) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)