→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιακό < λιακωτό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʎaˈko/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία