Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιακό < λιακωτό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʎaˈko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία