Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκός χυτοσίδηρος : → δείτε τις λέξεις λευκός και χυτοσίδηρος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

λευκός χυτοσίδηρος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία