λεμέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lamento. Δείτε ιταλική lamentare (παραπονούμαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεμέντο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεμέντο
→ δείτε τις λέξεις παράπονο και μεμψιμοιρία |
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.