Δείτε επίσης: λεκτικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεκτικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεκτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε λεκτικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

λεκτικώς

  Πηγές επεξεργασία