Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λεκτική εκφορά (el)

  1. ο ήχος που βγάζει κάποιος συνήθως για να επικοινωνήσει μήνυμα
  2. (μεταφορικά) η διατύπωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία