Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λατινίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λατινίζω
<
Λατίνος
(καθολικός) +
-ίζω
Ρήμα
επεξεργασία
λατινίζω
(
θρησκεία
) δείχνω συμπάθεια προς το ρωμαιοκαθολικό
δόγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λατινίζω