Ετυμολογία

επεξεργασία
λαστέξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lastex[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαστέξ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία