λαργκέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαργκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική larghetto, υποκοριστικό του largo
Επίρρημα επεξεργασία
λαργκέτο
- (μουσική) (ένδειξη του τρόπου παιξίματος ενός μουσικού κομματιού) λίγο πιο γρήγορα από την ένδειξη λάργκο