Ετυμολογία

επεξεργασία
λαξίδιν < λαξ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαξίδιν ουδέτερο

  • κοιλάδα
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 112, στ. 1 (1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Λαξίδια μου σφαλιστικὰ καὶ στράτες σιγισμένες
    ἀπάχτυπες καὶ μοναχές, ἁπού ’στε μαθημένες
    μέσα στὰ δάση τὰ πυκνὰ ν’ ἀκοῦτε μουλλωμένες,
    πῶς κλαίγω τὲς ἡμέρες μου τὲς πάντα λυπημένες·
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • λαξίδια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Δείτε επίσης

επεξεργασία