Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαμπύρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λαμπύρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λαμπυρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λαμπυρίζω