Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμιώνω < λάμια + -ώνω

λαμιώνω

  • τρώω πάρα πολύ
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 291 (291-293) @georgakas.lit.auth.gr
    ἐκεῖνοι νὰ λαμιώνουσιν, καὶ ἐγὼ νὰ μὴ χορταίνω,
    ἐκεῖνοι νὰ σταβλίζωνται τρώγοντες το καθ’ ὥραν,
    καὶ ἐγὼ νὰ ὁμοιάζω πάντοτε τὸν λιμοταγισμένον,
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία