Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lamé[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈme/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμέ ουδέτερο άκλιτο

  1. ύφασμα από γυαλιστερό υλικό που αντανακλά έντονη μεταλλική λάμψη
  2. (συνεκδοχικά) στον πληθυντικό: ρούχα, παπούτσια και διάφορα εξαρτήματα από γυαλιστερό υλικό, συνήθως χαμηλής ποιότητας κι αισθητικής, που αποσκοπούν στον εύκολο εντυπωσιασμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία