λαμέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lamé[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαμέ ουδέτερο άκλιτο
- ύφασμα από γυαλιστερό υλικό που αντανακλά έντονη μεταλλική λάμψη
- (συνεκδοχικά) στον πληθυντικό: ρούχα, παπούτσια και διάφορα εξαρτήματα από γυαλιστερό υλικό, συνήθως χαμηλής ποιότητας κι αισθητικής, που αποσκοπούν στον εύκολο εντυπωσιασμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ λαμέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας