Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακωνικαί < φράση «λακωνικαί ἐμβάδες» με ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λακωνικός στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λακωνικαί θηλυκό στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Λακωνία