Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λάτρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λάτρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λατρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λατρεύω