Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κότο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
κότο
με 13 χορδές
γυναίκα παίζει
κότο
Ετυμολογία
επεξεργασία
κότο
< (
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
琴
(koto)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κότο
ουδέτερο
άκλιτο
(
μουσικό όργανο
) ιαπωνικό μουσικό
όργανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κότο
αγγλικά
:
koto
(en)
ιαπωνικά
:
箏
(ja)