κότο με 13 χορδές
 
γυναίκα παίζει κότο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κότο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (koto)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κότο ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία