Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κότινος αρσενικό

  1. (στην αρχαιότητα) κλαδί από αγριελιά με το οποίο στεφάνωναν έναν νικητή
  2. (μεταφορικά) η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται αυτός που κατόρθωσε κάτι

Μεταφράσεις

επεξεργασία